ακκιστικός

ακκιστικός
ἀκκιστικός, -ή, -όν (Μ) [ἀκκίζομαι]
αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκκιστικόν — ἀκκιστικός disposed to be coy masc acc sg ἀκκιστικός disposed to be coy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακκίζομαι — (Α ἀκκίζομαι) 1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα τό επιθυμώ, «κάνω νάζια» 2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ( οῦς)*. ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”